δοκάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοκάρι | τα | δοκάρια |
γενική | του | δοκαριού | των | δοκαριών |
αιτιατική | το | δοκάρι | τα | δοκάρια |
κλητική | δοκάρι | δοκάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοκάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δοκάρι / δοκ(άριον) + -άρι < υποκοριστικό της αρχαία ελληνική δοκ(ός) + -άριον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðoˈka.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐κά‐ρι
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοκάρι ουδέτερο
- λεπτό και μακρύ ξύλο, σκυρόδεμα ή μέταλλο που στηρίζει στέγες σπιτιών
- (αθλητισμός, ποδόσφαιρο)
- ο κάθε στύλος που απαρτίζει το τέρμα
- το χτύπημα της μπάλας στους στύλους του τέρματος
Υπώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτό και μακρύ ξύλο, σκυρόδεμα ή μέταλλο που στηρίζει στέγες σπιτιών
ο κάθε στύλος που απαρτίζει το τέρμα
|
Πηγές επεξεργασία
- δοκάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοκάρι < αρχαία ελληνική δοκ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοκάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του δοκάριον