Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δογματικός η δογματική το δογματικό
      γενική του δογματικού της δογματικής του δογματικού
    αιτιατική τον δογματικό τη δογματική το δογματικό
     κλητική δογματικέ δογματική δογματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δογματικοί οι δογματικές τα δογματικά
      γενική των δογματικών των δογματικών των δογματικών
    αιτιατική τους δογματικούς τις δογματικές τα δογματικά
     κλητική δογματικοί δογματικές δογματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δογματικός < αρχαία ελληνική δογματικός < δόγμα

  Επίθετο επεξεργασία

δογματικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με ένα δόγμα
  2. (μεταφορικά) που δεν δέχεται αντιρρήσεις

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία