Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διχοτόμηση οι διχοτομήσεις
      γενική της διχοτόμησης* των διχοτομήσεων
    αιτιατική τη διχοτόμηση τις διχοτομήσεις
     κλητική διχοτόμηση διχοτομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διχοτομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διχοτόμηση < η ετυμολογία λείπει

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διχοτόμηση θηλυκό

  • χωρισμός στα δύο

  Μεταφράσεις επεξεργασία