Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισκοπότηρο τα δισκοπότηρα
      γενική του δισκοπότηρου των δισκοπότηρων
    αιτιατική το δισκοπότηρο τα δισκοπότηρα
     κλητική δισκοπότηρο δισκοπότηρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δισκοπότηρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισκοπότηρο < μεσαιωνική ελληνική δισκοπότηρο(ν) < δισκοποτήριον < αρχαία ελληνική δίσκος + ποτήριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δισκοπότηρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δισκοπότηρο ουδέτερο