δισκοπότηρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισκοπότηρο < μεσαιωνική ελληνική δισκοπότηρο(ν) < δισκοποτήριον < αρχαία ελληνική δίσκος + ποτήριον
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισκοπότηρο ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) ειδικό κύπελλο που περιέχει τη Θεία Κοινωνία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισκοπότηρο
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισκοπότηρο ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) άλλη μορφή του δισκοπότηρον
- → δείτε και τη λέξη δισκοποτήριον