δισεκατομμυριούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισεκατομμυριούχος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δισεκατομμυριοῦχος. Συγχρονικά αναλύεται σε δισεκατομμύρι(ο) + -ούχος ( < έχω)
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.se.ka.to.mi.ɾiˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σε‐κα‐τομ‐μυ‐ρι‐ού‐χος
- παλιότερος συλλαβισμός : δισ‐ε‐κα‐τομ‐μυ‐ρι‐ού‐χος
Επίθετο επεξεργασία
δισεκατομμυριούχος, -ος, -ο [1] (θηλυκό, και στη δημοτική: δισεκατομμυριούχα)
- που έχει περιουσία αξίας περισσότερης από ένα δισεκατομμύριο
Κλίση επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισεκατομμυριούχος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό, και στη δημοτική: δισεκατομμυριούχα) [2]
- που είναι (#Επίθετο) δισεκατομμυριούχος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισεκατομμυριούχος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ δισεκατομμυριούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας