Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισδιάστατος η δισδιάστατη το δισδιάστατο
      γενική του δισδιάστατου της δισδιάστατης του δισδιάστατου
    αιτιατική τον δισδιάστατο τη δισδιάστατη το δισδιάστατο
     κλητική δισδιάστατε δισδιάστατη δισδιάστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισδιάστατοι οι δισδιάστατες τα δισδιάστατα
      γενική των δισδιάστατων των δισδιάστατων των δισδιάστατων
    αιτιατική τους δισδιάστατους τις δισδιάστατες τα δισδιάστατα
     κλητική δισδιάστατοι δισδιάστατες δισδιάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισδιάστατος < δισ- + διάστα(ση) + -τος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική à deux dimensions η γερμανική zweidimensional[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðizˈði̯a.sta.tos/ & /ðizˈðʝa.sta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δισ‐διά‐στα‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

δισδιάστατος, -η, -ο

  1. (γεωμετρία) που έχει δύο διαστάσεις (μήκος και πλάτος)
    Ο Ευκλείδης ορίζει την επιφάνεια ως δισδιάστατη: ("ἐπιφάνεια δέ ἐστιν, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει." (Ευκλείδης, Στοιχεία, 1.7)
  2. (μεταφορικά) που έχει δύο όψεις, δύο πλευρές
    το πρόβλημα που προκύπτει είναι δισδιάστατο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία