διοσημία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διοσημία < αρχαία ελληνική Διοσημία < Ζεύς + σῆμα + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διοσημία θηλυκό
- ασυνήθιστο μετεωρολογικό φαινόμενο που ερμηνεύεται σαν οιωνός (θεϊκό σημάδι)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διοσημία
|