Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δικαστής οι δικαστές
      γενική του
του/της
δικαστή
δικαστού
των δικαστών
    αιτιατική τον/τη δικαστή τους/τις δικαστές
     κλητική δικαστή
(δικαστά)
δικαστές
Η γενική ενικού σε -ού και η κλητική σε , λόγιοι τύποι.
Κατηγορία όπως «κριτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαστής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δικαστής < δικάζω, δικασ- + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.kaˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κα‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δικαστής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: δικαστίνα & δικάστρια)

  1. (νομικός όρος, επάγγελμα) που δικάζει, που συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης
  2. (κατ’ επέκταση) που κρίνει κάποιον (αυστηρά) για τις πράξεις του
     συνώνυμα: κριτής

Υπώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη δίκη

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δικαστής οἱ δικασταί
      γενική τοῦ δικαστοῦ τῶν δικαστῶν
      δοτική τῷ δικαστ τοῖς δικασταῖς
    αιτιατική τὸν δικαστήν τοὺς δικαστᾱ́ς
     κλητική ! δικαστᾰ́ δικασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  δικασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαστής < δικάζω, δικασ- + -τής < δίκη

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία