Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαχειριστής οι διαχειριστές
      γενική του διαχειριστή
διαχειριστού
των διαχειριστών
    αιτιατική τον διαχειριστή τους διαχειριστές
     κλητική διαχειριστή
(διαχειριστά)
διαχειριστές
Οι δεύτεροι τύποι, σε επίσημο ή σε ειρωνικό ύφος.
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχειριστής < διαχειρίζομαι + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαχειριστής αρσενικό (θηλυκό: διαχειρίστρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που έχει την ευθύνη της διαχείρισης, οικονομικής ή άλλης
    διαχειριστής των επενδύσεων του ανήλικου ορίστηκε ο κ. Τάδε
  2. (σε πολυκατοικία) πρόσωπο που διαχειρίζεται τα κοινόχρηστα οικονομικά και συνήθως ταυτόχρονα φροντίζει για τη σωστή λειτουργία μιας πολυκατοικίας
  3. (πληροφορική) αυτός που υποστηρίζει, ρυθμίζει ένα σύστημα ή υποσύστημα (δίκτυο, βάση δεδομένων, κλπ.) πληροφορικής

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία