Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφανής η διαφανής το διαφανές
      γενική του διαφανούς* της διαφανούς του διαφανούς
    αιτιατική τον διαφανή τη διαφανή το διαφανές
     κλητική διαφανή(ς) διαφανής διαφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφανείς οι διαφανείς τα διαφανή
      γενική των διαφανών των διαφανών των διαφανών
    αιτιατική τους διαφανείς τις διαφανείς τα διαφανή
     κλητική διαφανείς διαφανείς διαφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφανής[1] < (διά) δια- + -φανής (φαίνω)

  Επίθετο επεξεργασία

διαφανής -ής - ές

  1. που επιτρέπει το φως να περάσει από μέσα του
    το γυαλί είναι διαφανές υλικό
  2. που δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκρύψει τίποτα, ο εύκολα κατανοητός, ο ξεκάθαρος
    oι προθέσεις του είναι διαφανείς
  3. (πληροφορική) transparent: μία λειτουργία που γίνεται αυτόματα από τον υπολογιστή ή το πρόγραμμα και δεν γίνεται αντιληπτή (γιατί είναι «διαφανής») από τον χρήστη [2][3]
  4. (υλικό υπολογιστή) transparent: συσκευή (hardware) που δεν ελέγχει, ούτε επεξεργάζεται τα δεδομένα που περνούν από αυτήν, όπως η πλήμνη (hub) στα δίκτυα [3]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία