διαφάνεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφάνεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφάνεια
- για σύγχρονες σημασίες < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική transparence [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯aˈfa.ni.a/ & /ðʝaˈfa.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐φά‐νει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφάνεια θηλυκό
- η ιδιότητα του υλικού που επιτρέπει να φαίνονται αντικείμενα που βρίσκονται πίσω ή μέσα σε αυτό
- (μεταφορικά) οι συνθήκες και οι διαδικασίες που επιτρέπουν να γίνεται φανερός ο τρόπος διαχείρισης
- επιφάνεια από διαφανές υλικό στο οποίο μπορεί να τυπωθεί κάτι και να προβληθεί επάνω σε επίπεδη επιφάνεια με τη χρήση προβολέα
- (πληροφορική) η σελίδα, σε προγράμματα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία παρουσιάσεων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφάνεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διαφάνεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαφάνειᾰ | αἱ | διαφάνειαι |
γενική | τῆς | διαφανείᾱς | τῶν | διαφανειῶν |
δοτική | τῇ | διαφανείᾳ | ταῖς | διαφανείαις |
αιτιατική | τὴν | διαφάνειᾰν | τὰς | διαφανείᾱς |
κλητική ὦ! | διαφάνειᾰ | διαφάνειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαφανείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαφανείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
διαφάνεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφάνεια θηλυκό
- διαφάνεια, η ιδιότητα των υλικών
Πηγές επεξεργασία
- διαφάνεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαφάνεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.