διατροφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διατροφικός -ή -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στη διατροφή
- διατροφικές συνήθειες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατροφικός
|
Δείτε επίσης : ατροφικός |
διατροφικός -ή -ό
|