διατηρούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.tiˈɾu.me/ & /ðʝa.tiˈɾu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐τη‐ρού‐μαι
- ομόηχο: διατηρούμε
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διατηρούμαι, π.αόρ.: διατηρήθηκα, μτχ.π.π.: διατηρημένος
- παθητική φωνή του ρήματος διατηρώ