Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατίθημι < διά + τίθημι

  Ρήμα επεξεργασία

διατίθημι, μέση φωνή: διατίθεμαι

  • θέτω χωριστά, διευθετώ, τακτοποιώ, κυβερνώ, διαχειρίζομαι, διαθέτω

Συγγενικά επεξεργασία