διατήρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διατήρηση | οι | διατηρήσεις |
γενική | της | διατήρησης* | των | διατηρήσεων |
αιτιατική | τη | διατήρηση | τις | διατηρήσεις |
κλητική | διατήρηση | διατηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διατήρηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διατήρηση θηλυκό
- η εξασφάλιση της άρτιας κατάστασης ενός αντικειμένου
π.χ Η διατήρηση της φυσικής μας κατάστασης είναι σημαντικός δείκτης της ψυχοσωματικής μας υγείας. Η ασφαλής διατήρηση των αρχειακών τεκμηρίων ή των βιβλίων από τους επαγγελματίες κρίνεται απαραίτητη για την διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατήρηση