Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαπιστευτήριο τα διαπιστευτήρια
      γενική του διαπιστευτηρίου
διαπιστευτήριου
των διαπιστευτηρίων
    αιτιατική το διαπιστευτήριο τα διαπιστευτήρια
     κλητική διαπιστευτήριο διαπιστευτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπιστευτήριο < διαπιστεύω + -τήριο < αρχαία ελληνική διαπιστεύω < πιστεύω < πίστις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lettres de créance)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαπιστευτήριο ουδέτερο

  1. καθένα από τα έγγραφα που πρέπει να έχει ο διπλωματικός αντιπρόσωπος ενός κράτους, όταν διορίζεται σε κάποιο άλλο
  2. (μεταφορικά) στοιχείο που δείχνει ότι κάποιος έχει τις απαραίτητες γνώσεις ή ικανότητες για μια θέση ή εργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία