Δείτε επίσης: διαπαιδαγωγῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπαιδαγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπαιδαγωγῶ, συνηρημένος τύπος του διαπαιδαγωγέω < δια- + παιδαγωγέω / παιδαγωγῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.pe.ða.ɣoˈɣo/ & /ðʝa.pe.ða.ɣoˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐παι‐δα‐γω‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

διαπαιδαγωγώ, αόρ.: διαπαιδαγώγησα, παθ.φωνή: διαπαιδαγωγούμαι, π.αόρ.: διαπαιδαγωγήθηκα, μτχ.π.π.: διαπαιδαγωγημένος

  1. (εκπαίδευση) εκπαιδεύω, καθοδηγώ, διαπλάθω, μορφώνω
  2. ανατρέφω με παιδαγωγικά μέσα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παιδί και αγωγή

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία