Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλυτικός η διαλυτική το διαλυτικό
      γενική του διαλυτικού της διαλυτικής του διαλυτικού
    αιτιατική τον διαλυτικό τη διαλυτική το διαλυτικό
     κλητική διαλυτικέ διαλυτική διαλυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλυτικοί οι διαλυτικές τα διαλυτικά
      γενική των διαλυτικών των διαλυτικών των διαλυτικών
    αιτιατική τους διαλυτικούς τις διαλυτικές τα διαλυτικά
     κλητική διαλυτικοί διαλυτικές διαλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλυτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλυτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.li.tiˈkos/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐λυ‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

διαλυτικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)

  • ο σχετικός με τη διάλυση
    1. (χημεία) που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα στερεό ή να αραιώνει ένα διάλυμα
      Πρέπει να προσθέσεις στο μείγμα λίγο διαλυτικό υγρό.
    2. που επιφέρει τη νομική διάλυση, πχ μιας εταιρείας
    3. που έχει ως αποτέλεσμα να διασπά τη συνοχή μιας ομάδας, την ομαλή λειτουργία ενός συνόλου
      διαλυτική παρέμβαση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαλύω, διά και λύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαλυτικός διαλυτική τὸ διαλυτικόν
      γενική τοῦ διαλυτικοῦ τῆς διαλυτικῆς τοῦ διαλυτικοῦ
      δοτική τῷ διαλυτικ τῇ διαλυτικ τῷ διαλυτικ
    αιτιατική τὸν διαλυτικόν τὴν διαλυτικήν τὸ διαλυτικόν
     κλητική ! διαλυτικέ διαλυτική διαλυτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαλυτικοί αἱ διαλυτικαί τὰ διαλυτικᾰ́
      γενική τῶν διαλυτικῶν τῶν διαλυτικῶν τῶν διαλυτικῶν
      δοτική τοῖς διαλυτικοῖς ταῖς διαλυτικαῖς τοῖς διαλυτικοῖς
    αιτιατική τοὺς διαλυτικούς τὰς διαλυτικᾱ́ς τὰ διαλυτικᾰ́
     κλητική ! διαλυτικοί διαλυτικαί διαλυτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαλυτικώ τὼ διαλυτικᾱ́ τὼ διαλυτικώ
      γεν-δοτ τοῖν διαλυτικοῖν τοῖν διαλυτικαῖν τοῖν διαλυτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλυτικός < διαλύτ(ης) + -ικός [1]

  Επίθετο επεξεργασία

διαλυτικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)


Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαλύω, διά και λύω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. διαλύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία