Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλεκτικός η διαλεκτική το διαλεκτικό
      γενική του διαλεκτικού της διαλεκτικής του διαλεκτικού
    αιτιατική τον διαλεκτικό τη διαλεκτική το διαλεκτικό
     κλητική διαλεκτικέ διαλεκτική διαλεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλεκτικοί οι διαλεκτικές τα διαλεκτικά
      γενική των διαλεκτικών των διαλεκτικών των διαλεκτικών
    αιτιατική τους διαλεκτικούς τις διαλεκτικές τα διαλεκτικά
     κλητική διαλεκτικοί διαλεκτικές διαλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλεκτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλεκτικός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.le.ktiˈkos/ & /ðʝa.le.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐λε‐κτι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

διαλεκτικός, -ή, -ό

  1. (φιλοσοφία) που σχετίζεται με τη διαλεκτική ή έχει τα χαρακτηριστικά της
  2. (γλωσσολογία) που σχετίζεται με τη διάλεκτο ή την τοπολαλιά

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και λέγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία