Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακύμανση οι διακυμάνσεις
      γενική της διακύμανσης* των διακυμάνσεων
    αιτιατική τη διακύμανση τις διακυμάνσεις
     κλητική διακύμανση διακυμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακυμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακύμανση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διακύμανσις < ελληνιστική κοινή διακυμαίνω (σηκώνω κύματα), θέμα διακυμαν- + -σις > -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluctuation[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈci.man.si/ & /ðʝaˈci.man.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κύ‐μαν‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακύμανση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία