Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακριτικό τα διακριτικά
      γενική του διακριτικού των διακριτικών
    αιτιατική το διακριτικό τα διακριτικά
     κλητική διακριτικό διακριτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακριτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διακριτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.kɾi.tiˈko/ & /ðʝa.kɾi.tiˈko/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐κρι‐τι‐κό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακριτικό ουδέτερο

  1. γνώρισμα ή σημάδι που χαρακτηρίζει ή διαφοροποιεί
    → δείτε και τις λέξεις σήμα, γαλόνι, οικόσημο, σύμβολο, λογότυπο και εθνόσημο
  2. διακριτικό σημάδι στη γραφή όπως τόνος, πνεύμα, σημάδι προσωδίας
    παραδειγματα
    ελληνικά γράμματα με διακριτικά: ἁ   ᾷ     ΐ
    λατινικά γράμματα με διακριτικά: é   É   ü   ô
    → δείτε την Κατηγορία:Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διακριτικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διακριτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακριτικός

Δείτε επίσης επεξεργασία