διαιτητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαιτητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διαιτητικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαιτητική θηλυκό
- (ιατρική) η επιστήμη που μελετά τη διατροφή και τις διαιτητικές συνήθειες, όσον αφορά την υγεία ή την αρρώστια ενός ανθρώπου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαιτητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διαιτητικός