Δείτε επίσης: διαιτησία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαιτητική οι διαιτητικές
      γενική της διαιτητικής των διαιτητικών
    αιτιατική τη διαιτητική τις διαιτητικές
     κλητική διαιτητική διαιτητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιτητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διαιτητικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαιτητική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διαιτητική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία