Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαιρετέος η διαιρετέα το διαιρετέο
      γενική του διαιρετέου της διαιρετέας του διαιρετέου
    αιτιατική τον διαιρετέο τη διαιρετέα το διαιρετέο
     κλητική διαιρετέε διαιρετέα διαιρετέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαιρετέοι οι διαιρετέες τα διαιρετέα
      γενική των διαιρετέων των διαιρετέων των διαιρετέων
    αιτιατική τους διαιρετέους τις διαιρετέες τα διαιρετέα
     κλητική διαιρετέοι διαιρετέες διαιρετέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιρετέος < διαιρώ + -τέος (πβ. αρχαία ελληνική διαιρετέον)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.e.ɾeˈte.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αι‐ρε‐τέ‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

διαιρετέος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαιρετέος αρσενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαιρετέος οι διαιρετέοι
      γενική του διαιρετέου των διαιρετέων
    αιτιατική τον διαιρετέο τους διαιρετέους
     κλητική διαιρετέε διαιρετέοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία