Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαιρέτης οι διαιρέτες
      γενική του διαιρέτη των διαιρετών
    αιτιατική τον διαιρέτη τους διαιρέτες
     κλητική διαιρέτη διαιρέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιρέτης < αρχαία ελληνική διαιρέτης < διαιρῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαιρέτης αρσενικό

  1. (αριθμητική) σε κλασματική παράσταση, ο παρονομαστής του κλάσματος
    στα καταχρηστικά κλάσματα ο διαιρέτης είναι μικρότερος από τον διαιρετέο
  2. (αριθμητική) αριθμός ο οποίος διαιρεί ακριβώς έναν άλλο χωρίς να αφήνει υπόλοιπο
    οι πρώτοι αριθμοί έχουν ως διαιρέτες μόνον τον εαυτό τους και τη μονάδα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία