Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαδηλώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαδηλ(ῶ) (συνηρημένου τύπου του διαδηλόω) + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.ðiˈlo.no/ & /ðʝa.ðiˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐δη‐λώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

διαδηλώνω, αόρ.: διαδήλωσα, παθ.φωνή: διαδηλώνομαι, π.αόρ.: διαδηλώθηκα, μτχ.π.π.: διαδηλωμένος

  1. δημοσιοποιώ τη στάση μου ή τα συναισθήματά μου σε σχέση με κάτι
     συνώνυμα: διαλαλώ, διατυμπανίζω, κοινοποιώ
  2. συμμετέχω σε συλλαλητήριο, κάνω διαδήλωση εκφράζοντας μια κοινή γνώμη

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία