διαγώνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγώνισμα < διαγωνίζομαι + -μα < αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι < διά + ἀγωνίζομαι < ἀγών < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (ἄγω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαγώνισμα ουδέτερο
Δείτε επίσης : διαγωνισμός |
διαγώνισμα ουδέτερο