Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγράφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαγράφω < δια- + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈɣɾa.fo/ & /ðʝaˈɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐γρά‐φω

  Ρήμα επεξεργασία

διαγράφω, πρτ.: διέγραφα, στ.μέλλ.: θα διαγράψω, αόρ.: διέγραψα, παθ.φωνή: διαγράφομαι, μτχ.π.π.: διαγραμμένος

  1. σβήνω ένα τμήμα κειμένου είτε τελείως είτε χαράζοντας πάνω του μια οριζόντια γραμμή, ένα Χ ή άλλο σύμβολο
  2. στερώ από κάποιον την ιδιότητα του μέλους (μιας ένωσης, κόμματος, κοινοβουλευτικής ομάδας κ.λπ.)
  3. θεωρώ οριστικά χαμένο κάτι και παύω να το διεκδικώ ή να με ενδιαφέρει από άποψη συναισθηματική, οικονομική ή άλλη
  4. σχηματίζω μια νοητή γραμμή (τροχιά) καθώς κινούμαι
  5. παρουσιάζω τις βασικές γραμμές ενός σχεδίου
  6. δείτε και το παθητικό διαγράφομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγράφω < δια- + γράφω