Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγαλαξιακός η διαγαλαξιακή το διαγαλαξιακό
      γενική του διαγαλαξιακού της διαγαλαξιακής του διαγαλαξιακού
    αιτιατική τον διαγαλαξιακό τη διαγαλαξιακή το διαγαλαξιακό
     κλητική διαγαλαξιακέ διαγαλαξιακή διαγαλαξιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγαλαξιακοί οι διαγαλαξιακές τα διαγαλαξιακά
      γενική των διαγαλαξιακών των διαγαλαξιακών των διαγαλαξιακών
    αιτιατική τους διαγαλαξιακούς τις διαγαλαξιακές τα διαγαλαξιακά
     κλητική διαγαλαξιακοί διαγαλαξιακές διαγαλαξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγαλαξιακός < δια- + γαλαξιακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.ɣa.la.ksi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐γα‐λα‐ξι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

διαγαλαξιακός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr