διαβάλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβάλλω < αρχαία ελληνική διαβάλλω < διά + βάλλω
Ρήμα επεξεργασία
διαβάλλω, παθητικό: διαβάλλομαι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβάλλω
< |
διαβάλλω, παθητικό: διαβάλλομαι
< |