Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάστημα τα διαστήματα
      γενική του διαστήματος των διαστημάτων
    αιτιατική το διάστημα τα διαστήματα
     κλητική διάστημα διαστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάστημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάστημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði̯a.sti.ma/ & /ˈðʝa.sti.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐στη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάστημα ουδέτερο

  1. αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική, χρονική ή τονική απόσταση
    Μεταξύ των δύο εμφανίσεών της υπήρξε ένα διάστημα που δεν έκανε τίποτε.
    Μεταξύ των δύο εμφανίσεών της υπήρξε ένα διάστημα τριών χρόνων που δεν έκανε τίποτε.
  2. (ειδικότερα, γραμματική) η απόσταση που χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε δύο λέξεις, το κενό
    οι δακτυλογράφοι παλιότερα, άφηναν ένα διάστημα μετά το κόμμα και δύο μετά την τελεία
    για επόμενο κενό διάστημα στο Βικιλεξικό γράφουμε &#32;
  3. (φυσική, αστρονομία) το υπόλοιπο, εκτός της Γης, σύμπαν
    στο διάστημα υπάρχουν χιλιάδες αστέρια
  4. (μουσική) η διαφορά ανάμεσα σε δυο τονικά ύψη

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διάστημᾰ τὰ διαστήμᾰτ
      γενική τοῦ διαστήμᾰτος τῶν διαστημᾰ́των
      δοτική τῷ διαστήμᾰτ τοῖς διαστήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διάστημᾰ τὰ διαστήμᾰτ
     κλητική ! διάστημᾰ διαστήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαστήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διαστημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάστημα < διίστημι, διά-στῆναι, στη- + -μα [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάστημα

  1. (μουσική) το διάστημα μεταξύ δύο φθόγγων
  2. ο χώρος, η απόσταση ανάμεσα σε δύο πράγματα
  3. (γεωμετρία) η ακτίνα του κύκλου
  4. (ιατρική) η διάσταση των οστών
  5. η διαφορά
  6. ο συνδυασμός δύο όρων
  7. η έκταση ενός αντικειμένου, η διάστασή του
  8. (ελληνιστική σημασία) η διάκριση (του ύφους)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία