Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάσπαση οι διασπάσεις
      γενική της διάσπασης* των διασπάσεων
    αιτιατική τη διάσπαση τις διασπάσεις
     κλητική διάσπαση διασπάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασπάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάσπαση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάσπαση θηλυκό

  1. ο χωρισμός (ενός όλου) σε μερικά κομμάτια
    η αποχώρηση του βουλευτή απ' το κόμμα μαζί με τους υποστηρικτές του ήταν αναμενόμενη εδώ και καιρό, καθώς και η συνακόλουθη διάσπαση του κόμματος
  2. (χημεία) η διάλυση ενός σύνθετου μορίου και η εμφάνιση απλούστερων
    η διάσπαση του μορίου του νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο επιτυγχάνεται με ηλεκτρόλυση
     συνώνυμα: αποσύνθεση
     αντώνυμα: σύνθεση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία