Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάλεξη οι διαλέξεις
      γενική της διάλεξης* των διαλέξεων
    αιτιατική τη διάλεξη τις διαλέξεις
     κλητική διάλεξη διαλέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαλέξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάλεξη < (ελληνιστική κοινήδιάλεξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάλεξη θηλυκό

  1. η ομιλία σχετική με ένα επιστημονικό θέμα
  2. η πανεπιστημιακή παράδοση

  Μεταφράσεις επεξεργασία