διάβρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάβρωση | οι | διαβρώσεις |
γενική | της | διάβρωσης* | των | διαβρώσεων |
αιτιατική | τη | διάβρωση | τις | διαβρώσεις |
κλητική | διάβρωση | διαβρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάβρωση < δια + βρώνω ‹ βιβρώσκω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάβρωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβρώνω