Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάβασμα τα διαβάσματα
      γενική του διαβάσματος των διαβασμάτων
    αιτιατική το διάβασμα τα διαβάσματα
     κλητική διάβασμα διαβάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
διάβασμα βιβλίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάβασμα < διαβάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάβασμα ουδέτερο

  1. η ανάγνωση
  2. (συνεκδοχικά) η μελέτη
    θα ερχόμουν αλλά έχω πολύ διάβασμα για την Τετάρτη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία