Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάβαση πεζών οι διαβάσεις πεζών
      γενική της διάβασης/διαβάσεως πεζών των διαβάσεων πεζών
    αιτιατική τη διάβαση πεζών τις διαβάσεις πεζών
     κλητική διάβαση πεζών διαβάσεις πεζών
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια διάβαση πεζών, με άσπρη διαγράμμιση πάνω στο οδόστρωμα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάβαση πεζών < → δείτε τις λέξεις διάβαση, πεζός και πεζών

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

διάβαση πεζών θηλυκό

  • σημείο του οδοστρώματος με ειδική σήμανση (όπως λευκή διαγράμμιση) από όπου επιτρέπεται στους πεζούς να διασχίσουν ένα δρόμο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία