Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  διΐστημι   διΐσταμαι 
Παρατατικός  διΐστην   διϊστάμην 
Μέλλοντας  διαστήσω   διαστήσομαι - διασταθήσομαι 
Αόριστος  διέστησα   διέστην - διεστησάμην - διεστάθην 
Παρακείμενος  διαστήσας ἔχω   διέστηκα 
Υπερσυντέλικος  διαστήσας εἶχον   διειστήκειν 
Συντελ.Μέλλ.  διεστήξω 

  Ετυμολογία επεξεργασία

διΐστημι < διά + ἵστημι

  Ρήμα επεξεργασία

διΐστημι

  1. διαχωρίζω, βάζω σε διαφορετικά μέρη
  2. παρεμβάλλω ένα κενό (τοπικό ή χρονικό) ανάμεσα σε δύο πράγματα
  3. διαιρώ, φέρνω σε κατάσταση αντιπαράθεσης
  4. (με γενική και αιτιατική) διακρίνω κάτι από κάτι άλλο
  5. (μεταβατικό) φουσκώνω
  6. (μέσο) στέκομαι με τα πόδια ανοιχτά
  7. (μέσο) διαφέρω
  8. (μέσο) αποχωρώ από μάχη, ή και συμφιλιώνομαι
  9. (μέσο) αποσύρομαι

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883