Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημόσια < δημόσιος

  Επίρρημα επεξεργασία

δημόσια και δημοσίως και δημοσία

  1. μπροστά σε κοινό, με ανοιχτό και δημόσιο τρόπο
  2. σχετικά με ή/και που αφορά το κράτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δημόσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δημόσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δημόσιος