Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δημοτικό τα δημοτικά
      γενική του δημοτικού των δημοτικών
    αιτιατική το δημοτικό τα δημοτικά
     κλητική δημοτικό δημοτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοτικό < από το επίθετο δημοτικός < δήμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοτικό ουδέτερο

  1. το δημοτικό σχολείο, το σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο φοιτούν παιδιά ηλικίας 6-12 ετών
  2. συγκεκριμένη δημοτική μουσική σύνθεση (σχεδόν πάντα έχει και στίχους)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δημοτικό