Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δημοσιογράφος οι δημοσιογράφοι
      γενική του/της δημοσιογράφου των δημοσιογράφων
    αιτιατική τον/τη δημοσιογράφο τους/τις δημοσιογράφους
     κλητική δημοσιογράφε δημοσιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσιογράφος < δημόσι(ος) (< αρχαία ελληνική δημόσιος < δῆμος) + -ο- + -γράφος, απόδοση για τη γαλλική publiciste[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.mo.si.oˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μο‐σι‐ο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοσιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δημόσιος, δήμος και γράφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία