Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοσίευση οι δημοσιεύσεις
      γενική της δημοσίευσης* των δημοσιεύσεων
    αιτιατική τη δημοσίευση τις δημοσιεύσεις
     κλητική δημοσίευση δημοσιεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημοσιεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσίευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοσίευ(σις) + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική publication[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοσίευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία