δημιουργικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημιουργικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δημιουργικ(ότης) + -ότητα < δημιουργικός + -ότης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.mi.uɾ.ʝiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μι‐ουρ‐γι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημιουργικότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- δημιουργικότητα στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημιουργικότητα