δηλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δηλώνω. Δείτε και δεδηλωμένος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.loˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐λω‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
δηλωμένος
- που έχει δηλωθεί όπως ορίζουν οι νόμοι
- που έχει δημόσια εκδηλώσει κάποιο χαρακτηριστικό του
- είναι δηλωμένος επαναστάτης
- ≠ αντώνυμα: ανεκδήλωτος