Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δηλωμένος η δηλωμένη το δηλωμένο
      γενική του δηλωμένου της δηλωμένης του δηλωμένου
    αιτιατική τον δηλωμένο τη δηλωμένη το δηλωμένο
     κλητική δηλωμένε δηλωμένη δηλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δηλωμένοι οι δηλωμένες τα δηλωμένα
      γενική των δηλωμένων των δηλωμένων των δηλωμένων
    αιτιατική τους δηλωμένους τις δηλωμένες τα δηλωμένα
     κλητική δηλωμένοι δηλωμένες δηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δηλώνω. Δείτε και δεδηλωμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.loˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐λω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

δηλωμένος

  1. που έχει δηλωθεί όπως ορίζουν οι νόμοι
    το σπίτι είναι δηλωμένο στο κτηματολόγιο
     αντώνυμα: αδήλωτος
  2. που έχει δημόσια εκδηλώσει κάποιο χαρακτηριστικό του
    είναι δηλωμένος επαναστάτης
     αντώνυμα: ανεκδήλωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία