Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δηλητήριο τα δηλητήρια
      γενική του δηλητηρίου
δηλητήριου
των δηλητηρίων
    αιτιατική το δηλητήριο τα δηλητήρια
     κλητική δηλητήριο δηλητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ευρωπαϊκό σύμβολο για το δηλητήριο

  Ετυμολογία επεξεργασία

δηλητήριο < αρχαία ελληνική δηλητήριον,[1] [2] ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δηλητήριος[3] < δηλητήρ < δηλέομαι[3] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *delh₁- (σχίζω, κόβω)[3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.liˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐λη‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δηλητήριο ουδέτερο

  1. τοξική ουσία που μπορεί να προκαλέσει το θάνατο
    αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει σοβαρή σωματική ή ηθική βλάβη
    τα λόγια του ήταν γεμάτα δηλητήριο
  3. (μεταφορικά) πολύ πικρός στη γεύση
    τι έβαλες στο φαγητό; Είναι σκέτο δηλητήριο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. δηλητήριοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. δηλητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 3,0 3,1 3,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.