δεσποινίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεσποινίδα | οι | δεσποινίδες |
γενική | της | δεσποινίδας | των | δεσποινίδων |
αιτιατική | τη | δεσποινίδα | τις | δεσποινίδες |
κλητική | δεσποινίδα | δεσποινίδες | ||
Δείτε την κλίση στο δεσποινίς. | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεσποινίδα < δεσποινίς (υποκοριστικό του δέσποινα), από την αιτιατική δεσποινίδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεσποινίδα θηλυκό
- μορφή με νεότερη κατάληξη του δεσποινίς
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεσποινίδα
|