Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεμένος η δεμένη το δεμένο
      γενική του δεμένου της δεμένης του δεμένου
    αιτιατική τον δεμένο τη δεμένη το δεμένο
     κλητική δεμένε δεμένη δεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεμένοι οι δεμένες τα δεμένα
      γενική των δεμένων των δεμένων των δεμένων
    αιτιατική τους δεμένους τις δεμένες τα δεμένα
     κλητική δεμένοι δεμένες δεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δένω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðeˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

δεμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν δέσει
    δεμένος με σχοινί
     συνώνυμα: δέσμιος, δετός
     αντώνυμα: άδετος, λυμένος, λυτός, ξεδεμένος
  2. (μεταφορικά) που έχει εσωτερική συνοχή
    το κείμενό του είναι καλογραμμένο, δεμένο, χωρίς πλατειασμούς
  3. (τυπογραφία)
    1. που έχει βιβλιοδετηθεί
       αντώνυμα: άδετος
    2. (ειδικότερα) που έχει βιβλιοδετηθεί με σκληρό εξώφυλλο
      ※  Το είχε τοποθετημένο στη μέση της βιβλιοθήκης ακριβώς, απάνω σ' ένα χοντρό δεμένο λεξικό. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

με δεμένος και δεδεμένος [1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λήγουν σε -δεμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
    ΣτΕ: η σήμανση «Ε» αφορά την κλίση.