δεκαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεκαριά | οι | δεκαριές |
γενική | της | δεκαριάς | των | δεκαριών |
αιτιατική | τη | δεκαριά | τις | δεκαριές |
κλητική | δεκαριά | δεκαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεκαριά θηλυκό
- (περιληπτικό αριθμητικό) ποσότητα περίπου δέκα όμοιων στοιχείων
- ↪ θα τα ξαναπούμε σε καμιά δεκαριά μέρες
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη δέκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεκαριά
|