Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαέξι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δεκαέξι < ελληνιστική κοινή δεκαέξ < δέκα + ἕξ[1]

  Αριθμητικό επεξεργασία

δεκαέξι και δεκάξι άκλιτο

  1. το απόλυτο αριθμητικό (16) που ακολουθεί το δεκαπέντε και προηγείται του δεκαεπτά, με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται ιστ΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XVI
  2. ως άκλιτο επίθετο: που είναι 16
    και οι δεκαέξι αθλητές της εθνικής ομάδας ήταν εξαιρετικοί, οι τέσσερις μάλιστα, πήραν και μετάλλιο

Παράγωγα επεξεργασία

αριθμητικά
απόλυτο: δεκαέξι
ψηφίο: δεκαεξάρι
τακτικό: δέκατος έκτος
πολλαπλασιαστικό:  δεκαεξαπλός
αναλογικό: δεκαεξαπλάσιος
περιληπτικό: δεκαεξάδα, δεκαεξαριά  
επίρρημα: δεκαεξάκις
πρόθημα: δεκαεξα-
 
χρονικά
λεπτά: δεκαεξάλεπτο
ώρες: δεκαεξάωρο
ημέρες: δεκαεξαήμερο
μήνες: δεκαεξάμηνο
έτη: δεκαεξαετία
διάρκεια: δεκαεξαετής, δεκαεξαετές - δεκαεξάχρονος, δεκαεξάχρονη, δεκαεξάχρονο  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκαέξι και δεκάξι άκλιτο

  1. ουδέτερο: σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
  2. ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 16
  3. ουδέτερο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
    στα δεκαέξι του του έκαναν δώρο ένα μηχανάκι
  4. θηλυκό στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
    στις δεκαέξι του μηνός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία