Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεισιδαιμονία οι δεισιδαιμονίες
      γενική της δεισιδαιμονίας των δεισιδαιμονιών
    αιτιατική τη δεισιδαιμονία τις δεισιδαιμονίες
     κλητική δεισιδαιμονία δεισιδαιμονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεισιδαιμονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεισιδαιμονία < αρχαία ελληνική δείδω + δαίμων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.si.ðe.moˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δει‐σι‐δαι‐μο‐νί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεισιδαιμονία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δεισιδαιμονί αἱ δεισιδαιμονίαι
      γενική τῆς δεισιδαιμονίᾱς τῶν δεισιδαιμονιῶν
      δοτική τῇ δεισιδαιμονί ταῖς δεισιδαιμονίαις
    αιτιατική τὴν δεισιδαιμονίᾱν τὰς δεισιδαιμονίᾱς
     κλητική ! δεισιδαιμονί δεισιδαιμονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεισιδαιμονί
γεν-δοτ τοῖν  δεισιδαιμονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Πηγές επεξεργασία