Δείτε επίσης: δεκτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεικτικός η δεικτική το δεικτικό
      γενική του δεικτικού της δεικτικής του δεικτικού
    αιτιατική τον δεικτικό τη δεικτική το δεικτικό
     κλητική δεικτικέ δεικτική δεικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεικτικοί οι δεικτικές τα δεικτικά
      γενική των δεικτικών των δεικτικών των δεικτικών
    αιτιατική τους δεικτικούς τις δεικτικές τα δεικτικά
     κλητική δεικτικοί δεικτικές δεικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεικτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεικτικός, η σημασία, ελληνιστική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δει‐κτι‐κός
ομόηχο: δηκτικός

  Επίθετο επεξεργασία

δεικτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία