δείπνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δείπνο | τα | δείπνα |
γενική | του | δείπνου | των | δείπνων |
αιτιατική | το | δείπνο | τα | δείπνα |
κλητική | δείπνο | δείπνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δείπνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεῖπνον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.pno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δεί‐πνο
Ουσιαστικό επεξεργασία
δείπνο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δείπνο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δείπνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας